στεφάνιον

στεφάνιον
στεφάνιον
gratuity
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στεφανίου — στεφάνιον gratuity neut gen sg στεφανίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανίων — στεφάνιον gratuity neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφάνια — στεφάνιον gratuity neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφάνιο — το / στεφάνιον, ΝΜΑ [στέφανος] υποκορ. μικρός στέφανος, μικρό στεφάνι, στεφανάκι νεοελλ. ανθρωπολ. κρανιομετρικό σημείο το οποίο βρίσκεται στη σύμπτωση τής στεφανιαίας ραφής και τής άνω κροταφικής χώρας μσν. το στεφάνωμα αρχ. 1. πίτα με σχήμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”